Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έγκνισμα — ἔγκνισμα ( ατος), το (Α) κομμάτι ψητού κρέατος από σφαχτό σε θυσία … Dictionary of Greek
ἔγκνισμα — a piece of meat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)